ξέστρα

ξέστρα
η
1. η ξύστρα, το ξυστήρι
2. είδος λίμας με χοντρά δόντια που χρησιμοποιείται στην ξυλουργική, αλλ. ράσπα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < θ. ξεσ- τού ξέω, πρβλ. αόρ. -ξεσ-α + κατάλ. -τρα (πρβλ. σκοτώσ-τρα)].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Look at other dictionaries:

  • ξέω — (ΑΜ ξέω) 1. ξύνω 2. λειαίνω επιφάνεια με ξύσιμο, με τριβή ή με κοπτικό εργαλείο («τῶν πριζόντων... καὶ ξεόντων καὶ τορνευόντων», Πλάτ.) 3. αποξέω, απαλείφω με ξύσιμο, αποτρίβω μσν. διακοσμώ αντικείμενο χαράζοντάς το μσν. αρχ. στιλβώνω, γυαλίζω… …   Dictionary of Greek

  • χαρτοξέστης — ο, Ν όργανο με το οποίο αποξέονται γράμματα από το γραμμένο χαρτί. [ΕΤΥΜΟΛ. < χαρτί + ξέστης (< ξέω «σκαλίζω, λειαίνω», πρβλ. ξέστρα), πρβλ. οδοντο ξέστης. Η λ. μαρτυρείται από το 1861 στο Γαλλοελληνικόν Λεξικόν τών Σχινά και Λεβαδέως] …   Dictionary of Greek

  • Μουσείο, Αρχαιολογικό Αργοστολίου — Το κτίριο όπου στεγάζονται τα σημαντικότερα αρχαιολογικά ευρήματα της Κεφαλλονιάς θεμελιώθηκε το 1957 (Βεργώτη 6), αντικαθιστώντας το παλαιότερο κτίριο, που είχε καταστραφεί από το μεγάλο σεισμό του 1953. Ανακαινίστηκε πλήρως το 1999. Η… …   Dictionary of Greek

  • μουστέριο ή μουστιαία εποχή — Πολιτισμός της μέσης Παλαιολιθικής εποχής, που πήρε το όνομα από τον βράχο Le Moustier στην Ντορντόν (νότια Γαλλία). Η ακμή του τοποθετείται κατά τη διάρκεια της τελευταίας παγετώδους φάσης, που αντιστοιχεί στο μέσο πλειστόκαινο. To μ. είναι… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”